αρσενόθυμος

αρσενόθυμος
ἀρσενόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀρσενόθυμον — ἀρσενόθυμος man minded masc/fem acc sg ἀρσενόθυμος man minded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενόθυμε — ἀρσενόθυμος man minded masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρσην — βλ. άρρην. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία εποχή και στην επιστημονική ορολογία (γραμματική, βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. γένος των ονομάτων και των… …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”